- σμάλτο
- Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα.
Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και ασβέστιου ή μόλυβδου. Οι ουσίες, που τους προσδίνουν τις διάφορες αποχρώσεις, είναι το οξείδιο του κασσίτερου, το φθοριούχο και φωσφορικό ασβέστιο (σ. λευκά), τα διάφορα οξείδια του σίδηρου (σ. κίτρινα), το χρώμιο (σ. πράσινα) κλπ. Τα σ., προστατευτικά, αδιάβροχα ή διακοσμητικά, τοποθετούνται στα αντικείμενα με επίχριση εν θερμώ ή με τήξη και ακόλουθη υαλοποίηση. Το αντικείμενο σμαλτώνεται μέσα σε φούρνο και, θερμό όπως είναι, βυθίζεται σε νερό, στο οποίο διαλύεται (5-10%) το υλικό της πλαστικοποίησης, συνήθως άργιλος ή οργανικές χημικές ουσίες. Τα αντικείμενα καθαρίζονται με επιμέλεια, ξηραίνονται πρώτα στον αέρα και ύστερα ψήνονται σε φούρνο από 600-12000C, ανάλογα με το είδος του σ. και το αντικείμενο. Γενικά, τα μέταλλα που σμαλτώνονται είναι ο σίδηρος, ο χαλκός και ο χυτοσίδηρος. Η διάρκεια του ψησίματος εξαρτιέται από το είδος του αντικείμενου και κυμαίνεται από 2 ως 40 λεπτά. Εκτός από τα συνηθισμένα σ., υπάρχουν και τα σ. μωσαϊκών, διακοσμητικά σε διάφορα χρώματα, κατάλληλα για τοίχους, πλακίδια, δάπεδα κλπ. Είναι μικρά τεμάχια από θραυσμένες φυσικές ή τεχνητές πέτρες.
Τέχνη. Η χρησιμοποίηση του σ. στην τέχνη είναι πολύ παλιά. Ήδη στην αρχαιότητα είχαν τελειοποιηθεί οι δύο βασικές τεχνικές: η λεγόμενη επιπεδόγλυφη (champleve), όπου η μεταλλική πλάκα υποστήριξης σκαλίζεται σύμφωνα μ’ένα σχέδιο και στα κοιλώματα που σχηματίζονται χύνονται τα πολύχρωμα σ., και η τεχνική του περίκλειστου σ. (cloisonne), όπου το σχέδιο που θα γεμιστεί με σ. σχηματίζεται με λεπτά σύρματα μεταλλικά, που κολλιούνται επάνω στην πλάκα υποστήριξης.
Στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία και στον Καύκασο κατασκεύαζαν σ. με περίκλειστη τεχνική, όπως και στη μυκηναϊκή Ελλάδα - όπου άλλωστε έφτιαχναν και κρεμαστά στολίδια, ντυμένα τελείως με σ. - και στην Περσία των Σασσανιδών. Στη δυτική Ευρώπη, αντίθετα, και ιδιαίτερα στις κελτικές, γαλλορομανικές και βρετανορομανικές ζώνες, επικράτησε από τον 5o π.Χ. αι η επιπεδόγλυφη τεχνική, που διατηρήθηκε ως τη μεροβιγγειανή εποχή και, στη Ρηνανία και στη Σαξονία, ώα τον 7o αι. μ.Χ. Κατά το Μεσαίωνα σε όλο το βυζαντινό χώρο εργαστήρια σε πλήρη άνθηση κατασκεύαζαν θαυμάσια αντικείμενα με λείες επιφάνειες από περίκλειστο σ.: η μέθοδος αυτή, όπου το ακβριβώς καθορισμένο σχέδιο των περιγραμμάτων επέτρεπε την αυστηρή σχηματοποίηση των μορφών και των διακοσμητικών στοιχείων, βρήκε την καλύτερη έκφραση της σε αληθινά αριστουργήματα, όπως η σταυροθήκη του Τίμιου Σταυρού στο Πουατιέ, η σταυροθήκη του Λίμπουργκ αν ντερ Λαν και η περίφημη Πάλα ντ’ Όρο του Άγιου Μάρκου στη Βενετία, έργο βυζαντινών εργαστηρίων και βυζαντινών καλλιτεχνών εγκατεστημένων στη Βενετία.
To 12o αι. οι σχολές του Μόσα κι έπειτα των Τρεβήρων, Χιλντενσχαϊμ και Φίτσλαρ στράφηκαν προς την επιπεδόγλυφη τεχνική, που επέτρεπε ζωγραφικές συνθέσεις με μεγάλες χρωματικές μάζες και λεπτές τονικές διαβαθμίσεις, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στο ζωηρό πνεύμα της ζωγραφικής και καρολιγγειο-οθωνικής παράδοσης: σημαντικά δείγματα είναι τα αντικείμενα του Θησαυρού του Έσεν, η λαμπρή Αγία Τράπεζα που κατασκευάστηκε το 1130 από τον Γκοντφρουά ντε Ουύ και το Νικολά ντε Βερντέν, και βρίσκεται τώρα στο Κλοστερνόυμπουργκ της Αυστρίας και από τις βιοτεχνίες του Μόσα η φορητή Αγία Τράπεζα του Σταβελό (1165, Βασιλικά Μουσεία των Βρυξελλών). Η παράδοση των επιπεδόγλυφων σ. των εργαστηρίων του Μόσα και της Ρηνανίας συνεχίστηκε έπειτα, κατά τη γοτθική εποχή, στη Λιμόζ, όπου ήταν εξίσου πολύ αναπτυγμένη και η βιοτεχνία κατασκευής χρυσών αντικειμένων όλων των ειδών: κύπελλα, αγγεία, λειψανοθήκες, κασετίνες κλπ. Λίγο αργότερα αναπτύχτηκε στην Ιταλία η νέα τεχνική του «διάφεγγου» σ.: δηλαδή η πλάκα υποστήριξης με χτυπήματα ή χάραξη γίνεται ελαφρά ανάγλυφη, ύστερα καλύπτεται με λεπτά στρώματα από πολύχρωμα σ. που αποχτούν τονική ποικιλία ανάλογα με το ύψος του ανάγλυφου της πλάκας. Αξιόλογο δείγμα της τεχνικής αυτής είναι η λειψανοθήκη της μητρόπολης του Ορβιέτο, έργο του Ουγκολίνο ντι Βιέρι (1337). Η τεχνική αυτή διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη και υιοθετήθηκε το 15o και 16o αι. από τα εργαστήρια της Λιμόζ, που ανανέωσαν έτσι την παράδοσή τους, κυρίως με πρωτοβουλία άριστων τεχνητών όπως οι Πενικώ, Λεονάρ Λιμοζέν και Πιερ Ρεϋμόν. Συχνά τα σ. της Λιμόζ ήταν μονόχρωμα ή σε γκρίζους τόνους. Η ομορφιά τους συνιστάται στη λεπτότητα των χαρακτών διακοσμήσεων. Από τους Ιταλούς καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν την τεχνική αυτή αναφέρουμε τον Μπενβενούτο Τσελίνι (τη γνωστή αλατιέρα του Ιππόλυτου ντ’ Έστε και κατόπιν του Φραγκίσκου A’) και τα μέλη της οικογένειες Μιζερόνι, που διάδωσαν την αγάπη του σ. στην αυλή του Ροδόλφου B’ στην Πράγα. Από το «διάφεγγο» σμάλτο η τεχνική προχώρησε γρήγορα στο «ζωγραφιστό» σ., αληθινή ζωγραφική πραγματοποιημένη με υαλώδεις πάστες· αλλά η τεχνική τελειοποίηση έβλαψε συχνά την ποιότητα και αν ακόμα κατά το 17o και 18o αι. τα ελβετικά, γαλλικά και αγγλικά (Μπάτερση) εργαστήρια απόδωσαν προϊόντα υψηλού επιπέδου, συνηθέστερα κατασκεύαζαν καθαρά εμπορικά αντικείμενα. Κάποια αναβίωση του σ. σημειώθηκε το 19o αι. με το χρυσοχόο Φαμπερζέ στα πλαίσια των αντιλήψεων του «Νέου Ρυθμού». Αργότερα πραγματοποίησαν ζωγραφικά έργα με σ. ονομαστοί καλλιτέχνες, όπως ο Ρουώ, ο Μπρακ, ο Σαγκάλ.
Στην Ανατολή και στην Άπω Ανατολή, ιδιαίτερα στην Κίνα και στην Ιαπωνία, διαδόθηκε επίσης πολύ η τέχνη του σ., σχεδόν πάντα σε περίκλειστη τεχνική και με λαμπρά αποτελέσματα που επηρέασαν και την προτίμηση των Ευρωπαίων για τις διακοσμήσεις κινεζικού τύπου. Δεν είναι όμως και στην Κίνα σπάνια τα έργα με «ζωγραφιστό» σμάλτο.
Εικόνα του Άγιου Παύλου, βυζαντινό περίκλειστο σμάλτο, του 13ου αιώνα (Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Επισμαλτωμένο μικρό κιβώτιο, εκπληκτικό έργο χρυσοχοϊκής, χρονολογημένο στα μέσα του 13ου αιώνα. (Εθνικό Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών, Παρίσι).
Περίτεχνο κρεμαστό κόσμημα με σμάλτο και διαμάντια (φωτ. ΑΠΕ)
Κρεμαστό κόσμημα από σμάλτο, γυαλί και χρυσό (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Ν1. το υάλωμα, υαλώδες επίχρισμα διαφόρων αγγείων, σκευών και κοσμημάτων από πηλό ή πορσελάνη, το οποίο περιέχει συνήθως ένα διπλό πυριτικό άλας τού καλίου και τού κοβαλτίου2. υαλώδης βαφή μεταλλικών σκευών που επιτυγχάνεται με έγκαυση, το εμαγιέ3. μικροτέχνημα που έχει κατασκευαστεί με αυτό τον τρόπο4. η αδαμαντίνη ουσία τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. smalto < αμάρτυρο αρχ. γερμ. *smalt].
Dictionary of Greek. 2013.